- ἀνασκιρτᾷν
- ἀνασκιρτάωleappres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνασκιρτᾶν — ἀνασκιρτάω leap pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀνασκιρτάω leap pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνασκιρτάω leap pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀνασκιρτᾶ̱ν , ἀνασκιρτάω leap pres inf act (epic doric) ἀνασκιρτάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρθίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειν τὸ ἀνασκιρτᾱν, ἀπὸ τῶν ὄνων» β) «σπᾱσθαι καὶ ἀγανακτεῑν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια τού σπαίρω* «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας … Dictionary of Greek